μῖχθείς

μῖχθείς
μῖχθείς: see μίγνῦμι.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιχθείς — μῑχθείς , μίγνυμι mix aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλίρρους — ουν (Α καλλίρρους, ουν και οος, οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, οον) αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.) αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη α) μία από τις Ωκεανίδες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”